Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Aquarium.



Περπατούσα κατά μήκος της θάλασσας, πάνω στο τσιμεντένιο δρομάκι. Ένιωθα την ανάγκη να ακουμπήσω τα γυμνά μου  πόδια  πάνω στην άμμο αλλά η παρουσία των βραχιών με απογοήτευσε.
Η μέρα ήταν τέλεια και ο ήλιος έλαμπε τόσο που οι ακτίνες του  αντικατοπτρίζονταν  πάνω στα μικρά κύματα της θάλασσας. 
"Ω Θάλασσα, τόσο όμορφη αλλά και τόσο τρομακτική.." σκέφτηκα. Χωρίζεις και ταυτόχρονα ενώνεις πολιτισμούς. Η δύναμή σου είναι μαγική. Το τί κρύβεις στο βάθος σου είναι μαγικό, ανεξερεύνητο και τρομακτικά όμορφο.
Έκατσα σε ένα βραχάκι, έμοιαζε με  λαξευμένο θρόνο που περίμενε εμένα. Ένιωσα Βασίλισσα όλης της υδάτινης πλάσης. Χαμογέλασα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου.
Ένα ψάρι έβγαλε το κεφάλι του στην επιφάνεια της θάλασσας. Με το πτερύγιο του κάλυψε τα μάτια του να αποφύγει τον ενοχλητικό για εκείνο  αλλά απολαυστικό για εμένα ήλιο. 
"Ψιτ!"
Δεν κουνήθηκα.
"Ε! Ψιτ!"
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα μπροστά μου, έβλεπα τον ουρανό.
"Ε! Εδώ κάτω! Σου μιλάω."
Ανασηκώθηκα ακουμπώντας τους αγκώνες μου ενοχλημένη για άλλη μια φορά και κάθε κίνησή μου την συνόδευαν ενοχλητικές σκέψεις…
"Μην μου στείλεις άλλα πρόβατα κι άλλους Πήτερ Πάν.. Τι θα δω τώρα;.."
Μια  πορτοκαλί απόχρωση έλαμψε έντονα στην επιφάνεια της θάλασσας. Με το δεξί του πτερύγιο με χαιρετούσε και μου έκανε νόημα να έρθω πιο κοντά.
Σηκώθηκα και έκατσα μπρούμυτα με το κεφάλι πάνω απο το νερό.
Μα αυτό ήταν χρυσόψαρο! Ε όχι! Πως βρέθηκε αυτό εδώ;
"Μην με κοιτάς λες και είδες κανέναν καρχαρία, χρυσόψαρο είμαι. Πιο ακίνδυνο πλάσμα δεν θα δεις."
"Μα πως να μην εκπλήσσομαι; Πως βρέθηκες εσύ εδώ; Πως μπορείς και ζεις εδώ;"
"Χα χα χα" , γέλασε, έκανε μια τούμπα στον αέρα και βυθίστηκε πάλι στο νερό.
"Εεε έλα εδώ! Μην γίνεσαι αγενής! Μην με αφήνεις με την απορία!"
Μετά από λίγο βγήκε στην επιφάνεια και κάλυψε πάλι τα μάτια του με το πτερύγιό του.
"Ω δεν έχεις ιδέα που βρίσκεσαι.. Αυτός ο κόσμος που ζεις είναι μια μεγάλη γυάλα. Δεν είσαι κι εσύ παρά ένα "ψάρι" που ζει μέσα σε ένα μεγάλο ενυδρείο. Εσύ και όλοι σας, απλά διακοσμητικά ενός μεγάλου κόσμου."
"Τι άλλο θα ακούσω;!.."
"Πολλά! Είναι τόσα πολλά που δεν έχεις ιδέα πόσο μικρή θα νιώσεις πως είσαι σε αυτό το ενυδρείο..Απλά δεν έχεις.."
Έκανε μια μικρή παύση και απολάμβανε την απορία που είχε δημιουργηθεί στο πρόσωπό μου.
"Έλα, σήκω, θα σε πάω να δεις τι κρύβει η θάλασσα μέσα της. Θα δεις την πραγματική της μαγεία."
Ασυναίσθητα, χωρίς να σκεφτώ αν τα ρούχα μου θα βραχούν, άρπαξα την ευκαιρία και βούτηξα.
Βυθιζόμασταν.. Οι ακτίνες του ήλιου ήταν το προσωρινό μου φώς, ήξερα πως θα ακολουθήσει  μαύρο σκοτάδι και δεν θα βλέπω τίποτα.
"Μην ανησυχείς, απλά ζήτα φώς και θα το έχεις. Ζήτησα από τον ήλιο να είναι συνοδός σου. Όλη η ύπαρξη του ενυδρείου θα είναι με το μέρος σου σε αυτή τη μαγευτική βόλτα.", μου είπε το χρυσόψαρο με ένα χαμόγελο που εξασφάλισε την ησυχία μου. Κολύμπησα ακόμα πιο βαθιά. Γύρω μου κάθε λογής ψάρια κολυμπούσαν και με χαιρετούσαν, λαυράκια, ζαργάνες, πέρκες, ροφοί,  ό,τι μπορείτε να φανταστείτε περνούσε από μπροστά μου! Και δεν έφευγαν φοβισμένα, με χαιρετούσαν και μου χαμογελούσαν. Ένιωθα πως θα τρελαθώ. Κατέβηκα πιο βαθιά και μια οικογένεια γαρίδων που ετοίμαζε το μεσημεριανό τους σε πιατέλες από κοχύλια με χαιρέτησε και μου ευχήθηκε καλή και απολαυστική διαδρομή.
Ένας ξιφίας  είχε στήσει σε ένα ανοιχτό μύδι φύκια για χορδές κι έπαιζε μια μαγευτική μελωδία με την μύτη του. Ζήτησα από τη μουσική να μου κάνει παρέα σε αυτό το μαγευτικό ταξίδι. Οι θαλάσσιες νότες άρχισαν να χοροπηδάνε γύρω μου. 
"Από δω έλα. Φτάνουμε."
Άρχισα να διακρίνω μικρά φώτα. Όταν αρχίσαμε να πλησιάζουμε, παρατήρησα κοχύλια και διάφορες τρυπούλες μέσα στην άμμο, είδα οικογένειες ψαριών που ζούσαν εκεί μέσα. Τα φώτα τα έδιναν οι φωτοφόροι μέσα από το σώμα τους. Πιο μακριά υπήρχε ένα λούνα παρκ. Το χταπόδι με τα πλοκάμια του έπαιρνε ψαράκια και έκανε σβούρα γύρω γύρω. Μια γλώσσα είχε πάρει άλλα ψαράκια και έκανε τσουλήθρα πάνω σε μια πλαγιά βράχου. Παιδικές φωνές παντού. Ήταν μια χαρούμενη πόλη. Τόση ζωντάνια μαζεμένη έκανε την καρδιά μου να πετουργίσει απο ευτυχία.
"Εδώ ζούμε εμείς, ένα κομμάτι αυτού του μεγάλου ενυδρείου για εμάς βρίσκεται εδώ. Ανεξερεύνητος κόσμος." Χαμογέλασε. Απολάμβανε τις εκφράσεις του προσώπου μου. Ένιωθε υπέροχα που είχε καταφέρει να με αφήσει με το στόμα  ανοιχτό.
Πιο ‘κεί έλαμπε κάτι πολύ έντονα. Κολυμπήσαμε προς τα εκεί. Ήταν νομίσματα. Διάφορα νομίσματα. Παλιά, καινούρια, χρυσά, ασημένια.
"Αυτό είναι το Δάσος των Ευχών. Αυτά είναι θησαυρός των ψυχών του ανθρώπου. Είναι εκατομμύρια και η αξία τους είναι τόση όση αξίζει όλο αυτό το ενυδρείο που ζούμε. Εδώ και πολλά χρόνια μαζεύουμε νομίσματα από όλο το κόσμο. Είναι νομίσματα που στο πλάι τους γράφει μια ευχή. Χαραγμένη παντοτινά με το πέρασμα των χρόνων. Εκπληρωμένες ή μη, αυτό δεν το γνωρίζουμε."
Το κοίταξε λυπημένα. 
"Πολλά παιδιά έχουν ευχηθεί για ένα καλύτερο αύριο, έναν καλύτερο κόσμο. Πού να ήξεραν ότι και αυτά ζούνε σε μια κοροϊδία. Ότι απλά είναι διακοσμητικά μιας τεράστιας γυάλας. Σας κυβερνούν. Άνθρωποι πολλοί είστε, μα, κουτοί."
"Τι εννοείς; Θες να πεις ότι απλά κατασκευαστήκαμε; Χα χα χα"
Εκείνο δεν γέλασε. Αντιθέτως μου απάντησε σοβαρά. 
"Κι όμως σας κάνουν ότι θέλουνε. Είστε απλά μαριονέτες. Μαριονέτες ηλίθιων που δεν καταλαβαίνουν πως η γυάλα είναι τόσο εύθραυστη που θα σπάσει.. Στο χέρι σας είναι να την κάνετε να σπάσει. Ένα τικ να κάνεις με τη γροθιά σου! Και μπαμ! Είμαστε ελεύθεροι. Αλλά και πάλι μόνη της μια γροθιά δεν φτάνει."
Γύρισα τα μάτια μου προς τις ακτίνες του ηλίου. Όσο όμορφη και εάν ήταν η θάλασσα, όσο και εάν με τραβούσε με τη μαγεία της να μείνω, δεν γινόταν. Είμαι άνθρωπος, πρέπει να ζήσω με αυτό. Με τα όσα  μου δόθηκαν, με τα χέρια που έχω έπρεπε να σφίξω την γροθιά μου και να κερδίσω την ελευθερία μου. Όλα τα  σκηνικά μοιάζουν τόσο αληθινά για να είναι ψεύτικα. Η αδικία πλημμύρισε σαν οργή στις φλέβες μου. Η ελευθερία μου με περίμενε να της ανοίξω την αγκαλιά μου έπειτα από αγώνα που έπρεπε να δώσω...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Χωθείτε στην σουπιέρα!



Καλησπέρα!

Όχι δεν έχει ιστορία σήμερα! Μην κλαίτε (ακόμη), θα σας ταρακουνήσω λίγο τις παιδικές σας αναμνήσεις και θα σας ψήσω να γίνετε λίγο παιδιά.
Σήμερα θυμήθηκα το εξής παιδικό βιβλίο το οποίο θα σας προτείνω να το αγοράσετε.


Ναι το θυμάμαι γιατί το διάβασα στο δημοτικό και γέλαγα μέχρι δακρύων. Και μετά τα δάκρυα του γέλιου μου έμεινα με χαμόγελο.


Περιγραφή : "Ο Μικές ήταν ένα γερό παλικαράκι πέντε χρόνων. Ζούσε σ' ένα αγρόκτημα με τη μητέρα του, τον πατέρα του, τη μικρή αδελφή, την Ίντα, τον εργάτη για τα χωράφια, τον ’λφρεντ και τη Λίνα, την υπηρέτρια. Ο Μικές είχε ξανθά μαλλιά, κατακόκκινα μάγουλα και καταγάλανα μάτια κι όταν τον κοίταζες νόμιζες πως ήταν ένα μικρό αγγελούδι. Μα ο Μικές μόνο αγγελούδι δεν ήταν!"

Μέσα απο αυτό το βιβλίο θα θυμηθείτε σίγουρα τις σκανταλιές που κάνατε όταν ήσασταν παιδιά, την περιέργεια που είχατε για τα πράγματα γύρω σας. Σας προκαλώ να ταξιδέψετε και να χώσετε το κεφάλι σας στην σουπιέρα! :-)

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Η Χώρα του Σήμερα.


Μπήκα σε ένα παιχνιδοπωλείο.
Ήθελα να χαζέψω τα ράφια.. να βρώ αυτό που θα μου άρεσε και να το αγοράσω για τον εαυτό μου. 
Περπατούσα χαζεύοντας.
Όπλα.
Ήρωες απο διάφορα κόμιξ.
Ηλίθια φτηνά τρίκ.
Μάσκες.
Δράκοι.
Σπαθιά.
Επιτραπέζια παιχνίδια.
Άρχισα να ξενερώνω.
Προχωράω προς τον πωλητή. 
Ήταν ένας γέρος, έμοιαζε σαν να τον είχαν φάει τα χρόνια. 
Είχε δυνατά μπράτσα, απο την σκληρή εργασία που έκανε τόσο καιρό. Να ανοίγει κουτιά και να πακετάρει παιχνίδια, όλα μόνος του.
Μου χαμογέλασε σαν να ήταν παιδί.
Ανταπέδωσα το χαμόγελο μου επιφυλακτικά.
"Έχετε νεράιδες;"
Το χαμόγελό χάθηκε απο το πρόσωπό του.
"Νεράιδες παιδί μου;.. Πού τις θυμήθηκες αυτές;..." 
Πήρε ένα σκεπτικό βλέμμα και κοίταξε τα ράφια γύρω του. 
"Νεράιδες.." Επανέλαβε θλιμμένα. 
"Οι νεράιδες, κόρη μου, χαθήκανε πρίν απο χρόνια. Κανένα παιδί και μεγάλος δεν πιστεύει πλέον σε αυτές."
'Εβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε πάνω στο γραφειάκι του. 
Απο πίσω ήταν το εικόνισμα της Παναγίας.
"Χαθήκανε. Χάθηκε η παιδική φαντασία. Τώρα πλέον όλοι έχουμε έναν Θεό να ελπίζουμε. Έχουμε μια πραγματικότητα να ζήσουμε.."
Έβγαλε ένα μαντήλι απο τη τσέπη του και έβηξε επάνω. Το μαντήλι είχε τα αρχικά Π.Π .
Με είδε που το πρόσεξα.
"Έζησα την Κατοχή εγώ. Έζησα την βία, την πείνα. Η μητέρα μου, -Θεός σχωρέστην- κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ μου διάβαζε το παραμύθι του Πήτερ Πάν. Έτσι πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, πεινασμένος και εξουθενωμένος, πήγαινα σε έναν κόσμο μαγικό. Στην Χώρα του Ποτέ. Και αυτό έκανα κοπέλα μου. Κάθε βράδυ φανταζόμουν ότι ήμουν ο Πήτερ Παν, και είχα μπροστά μου ένα τραπέζι με γεύματα της φαντασίας μου. Κοτόπουλο, ρύζι, λαχανικά, ότι λαχταρούσε η καρδιά και ο νούς μου ήταν τροφή του σώματός μου. Η φαντασία μου με έθρεφε, με έκανε πιο δυνατό. Και ας μην το πιστέψεις κοπέλα μου. Μου έδωσε τέτοια δύναμη ελπίδας, τέτοια τροφή για να συνεχίσω τον αγώνα της επιβίωσης μου μέσα απο την θλίψη και το μίσος που επικρατούσε στην Κατοχή."
Ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο του μάγουλο. Ρυτιδιασμένο αλλά ακόμη κοκκινωπό σαν παιδιού.
"Και αφού ξεκίνησα αυτό το μαγαζάκι το '53, έβαλα νεράιδες. Έβαλα βιβλία, παραμύθια.. Αλλά πέρασαν τα χρόνια βλέπεις, όλοι αλλάξαμε. Και αυτό είναι που με πόνεσε περισσότερο απο όλα. Η αλλαγή.."
Τον κοίταξα και χαμογελαστά του είπα.
"Υπάρχει φαντασία. Απλώς πιστεύω πως δεν έχει αξιοποιηθεί πλήρως. Υπάρχουν ακόμα παιδιά εκεί έξω που μπορεί να μην πιστεύουν στις νεράιδες αλλά σίγουρα φαντάζονται πως έχουν μία να τα προσέχει όταν κοιμούνται. Υπάρχουν ακόμα μεγάλοι που για να ξεφύγουν απο την καθημερινότητά τους σκέφτονται με την φαντασία τους. Υπάρχω και εγώ αυτή τη στιγμή που σου λέω πόσο εκτιμάω την φαντασία και την χρησιμοποιώ καθημερινώς μετά νου και καρδιά όπως έκανες και εσύ."
Γύρισα την πλάτη μου και βγήκα απο το μαγαζί. Δεν χρειαζόταν να του πώ τίποτα άλλο. Τα είχα πει όλα. Λίγα και αρκετά. 
Απομακρύνθηκα και πίσω μου η ταμπέλα του παιχνιδάδικου "Πήτερ Παν" έγινε πιο μικρή, ώσπου έγινε μια μικρή κουκκίδα μέσα στην πραγματικότητά μου.

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Slightly upset by melancholy.



Μμμμμ..
Δεν θα αντέξω, θα το γράψω. Είναι κάτι που με τρώει. Πηγαινοέρχομαι στα blogs, να βρω κάτι να διαβάσω. Το Πάσχα είναι βαρετό όπως φαίνεται. (Να δώ και το καλοκαίρι πως θα είναι).
Λοιπόν πίσω στην σκέψη μου! Κοιτάζω που λέτε διάφορα blog. Διάααφορα. Κάποια μου άρεσαν, κάποια δεν μου άρεσαν. Τα περισσότερα δηλαδή όχι δεν μου άρεσαν. 
Τα διάβαζα και αναρωτιόμουν. Ουφ πάλι κάτι μελαγχολικό? Πάω στο επόμενο ιστιολόγιο. Ωχ και άλλη μαυρίλα. Πάω στο επόμενο. Ωχ ποιήματα μελαγχολικά. 
Η Τέχνη σκέφτομαι, (ναι με Τ κεφαλαίο, της αξίζει) δεν είναι πάντα μελαγχολική. Έχει χαμόγελο, χρώμα, φαντασία και ένα σωρό συναισθήματα. Λέω σωρό, γιατί ξέρουμε πως τα συναισθήματα που κατακλύζουν ένα άτομο είναι μετρημένα.. Ναι έχουν όνομα. Αλλά βαθιά μέσα μας υπάρχουν και τα mix συναισθημάτων. Γιατί να μην τα συνδιάσεις όλα μαζί? Γιατί πρέπει η βάση των περισσότερων Blog να είναι η μελαγχολία? Το μελό? Το ξυράφι?
Μα δεν είναι δυνατόν να αρέσει σε τόσους ανθρώπους η μελαγχολική Τέχνη! Επειδή υπάρχουν και εκατομμύρια blogs σκεφτείτε πόση μελαγχολία υπάρχει στο κόσμο. Σκεφτείτε πόσοι έχουν την ανάγκη να τσιρίξουν και δεν μπορούν γιατί θα τους ακούσει η γιαγιά της διπλανής πόρτας. Σκεφτείτε πόσοι έχουν την ανάγκη να μιλήσουν σε ένα κοντινό τους πρόσωπο και δεν μπορούνε οπότε λύουν την γλώσσα τους εδώ μέσα απο την Τέχνη του blogging. Σκεφτείτε χίλια δύο πράγματα. Μα πόση μελαγχολία υπάρχει στο κόσμο. Είμαστε καταραμένοι και τελειωμένοι εάν συνεχίσουμε έτσι. 
Unleash your Imagination! My new moto! :)


ΥΓ. Δεν κατακρίνω κανέναν μην με πάρετε με τις πέτρες, είμαι μια blogger! Χα!


Καλή Ανάσταση!



Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Noodles attack



Ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα το κεφάλι μου. 
Σήκωσα την καθημερινή μου εφημερίδα απελπισμένα ψάχνοντας για λίγη δροσιά.
Τάχυνα το βήμα μου μέσα στην χαώδη, αγενή πλέον Αθήνα.
Δεξιά μου ένας τύπος με ταχύ βήμα κοιτάζει το ρολόι του και πέφτει πάνω σε έναν άλλον. Δεν ήξερε την λέξη "συγνώμη", τον προσπέρασε και συνέχισε το ταχύ του βήμα.
Αριστερά μια ουρά μέσα σε μια τράπεζα. Η κυρία κλέβει την ουρά του νεαρού μπροστά της. Μπροστά μου ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο πάνω στη διάβαση πεζών. Ο οδηγός δεν έδινε σημασία στους πεζούς που κινούσαν βλασφημικά τα οργισμένα τους χείλη.
Πίσω μου ένας ζητιάνος παρακαλάει τον κουλουρά να του δώσει ένα κουλούρι.
Αυτή ήταν η καθημερινότητα μου στην Αθήνα.
Χαμήλωσα το κεφάλι μου και συνέχισα το ταχύ μου βήμα.
Ξαφνικά ένιωσα ένα μικρό αεράκι δροσιάς. 
Χαμήλωσα το χέρι που κρατούσα την εφημερίδα και παρατήρησα πως είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Μα ήταν αδύνατον, ήταν πρωί, γιατί να σκοτεινιάσει έτσι?
Κοιτάζω γύρω μου και είδα τους βιαστικούς ανθρώπους να κοιτάνε προς τον ουρανό με ανοιχτό το στόμα..
Το έδαφος σείστηκε.
"Σεισμός." Είπα απο μέσα μου με μια δόση πανικού.


ΝΤΟΥΠ..


..ΝΤΟΥΠ..


..ΝΤΟΥΠ..


Ακουγόταν αυτός ο ήχος ρυθμικά σαν να υπήρχε ένα τεράστιο ταμπούρλο, να βαράει για κάποια τελετή.. Μια τελετή θυσίας που ερχόταν.. προς το μέρος μας.
Κοιτάζω ψηλά και εγώ στο πλέον σκοτεινό ουρανό. 


..ΝΤΟΥΠ..


..ΝΤΟΥΠ..


Άρχισα να διακρίνω την μορφή του τεράστιου πράγματος.
..ήταν μια Χυλοπίτα. Το ένα της πόδι ήταν στην Αλεξάνδρας και το άλλο ήταν στη Πανεπιστημίου. Το ύψος της μου είχε κόψει την ανάσα και τον ήλιο. Δεν έβλεπα τίποτα απο ουρανό.


"Χυλοπίτα?!" 
"Που στο διάβολο βρέθηκε αυτή η χυλοπίτα?"
"Ποιός ζύμωσε τόσο μεγάλη χυλοπίτα?"
"Πως στο καλό περπατάει αυτή η χυλοπίτα?"


Χιλιάδες ερωτήματα κατέκλυζαν το μυαλό μου. Ερωτήματα που ίσως να μην έβρισκα απάντηση. 
Φωτιές και καπνός παντού. Σειρήνες. Πανικός. Όλοι τρέχανε πανικοβλημένοι. Ακινητοποιήσανε τα αμάξια τους, πετάξανε τις τσάντες τους, κρατώντας μόνο το κινητό τους στο χέρι, προσπαθούσανε να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους. Το μυαλό σκέφτεται το χειρότερο στη κατάσταση πανικού.
Η Χυλοπίτα είχε έρθει προς το μέρος μου. Αναπήδηξα πάνω στο πόδι της.


"ΣΤΑΜΑΤΑ!"
"ΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙΣ ΟΛΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ!"


Η Χυλοπίτα ενοχλημένη γύρισε προς το μέρος μου.
"Τι θές? Φύγε απο το πόδι μου." είπε με μια βαριά φωνή.
"Όχι σε παρακαλώ σταμάτα. Τα καταστρέφεις όλα δεν βλέπεις?"
"Μα τόσο ανεύθυνος λαός που είστε, αχάριστος που έχετε καταντήσει.. δεν αξίζει καν να υπάρχετε. Θα πέσω πάνω στην Αθήνα να τη καταπλακώσω. Μια τεράστια χυλοπίτα σας αξίζει."
"Δεν είμαστε ανεύθυνοι.. ούτε αχάριστοι.. Είμαστε τόσο αγχωμένοι πλέον για τον εαυτό μας, που δεν έχουμε χρόνο και δύναμη να σκεφτούμε τον συνάνθρωπό μας.. Είμαστε εγωιστές. Αλλά έτσι μεγαλώσαμε, απο γενιά σε γενιά ο εγωισμός μεγαλώνει. Αχάριστος είναι αυτός που όσα και αν του προσφέρεις δεν τα ευχαριστιέται. Αφού δεν προσφέρουμε τίποτα πλέον στο διπλανό μας, πως είναι δυνατόν να είμαστε αχάριστοι?"


Ακούστηκαν τα ελικόπτερα απο μακρυά. Οι Ειδικές Δυνάμεις κατεύθασαν σε χρόνο μηδέν. 


"Άκουσε με σε παρακαλώ. Εδώ ο κάθε άνθρωπος έχει λόγο που ζεί. Παλεύει για τη ζωή του, για τη καθημερινότητά του και το καθήκον του. Βλέπεις αυτόν εκεί? Έχει το παιδί του στην αγκαλιά του για να το προστατέψει. Βλέπεις τον άλλον εκεί με το κόκκινο παλτό? Βοηθάει μια γιαγιά να σηκωθεί. Βλέπεις τον άχρηστο που πάρκαρε το αυτοκίνητό του πάνω στη διάβαση? Έβαλε άτομα μέσα άγνωστα για να τα γλυτώσει απο αυτόν τον όχλο. Μπορεί να είμαστε εγωιστές, να παλεύουμε μόνο για εμάς, αλλά σε κατάσταση σαν κι αυτή σίγουρα θα σκεφτούμε τον διπλανό μας.. διότι πάνω απο όλα είμαστε ΑΝΘΡΩΠΟΙ."


Η Χυλοπίτα σήκωσε τα μάτια της στο χάος. Οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι. Έβλεπε το τρόμο στα μάτια τους. Τα ελικόπτερα άρχισαν να πετάνε καυτό νερό επάνω της.. άρχισε να μαλακώνει.. Έγερνε προς το έδαφος σιγά σιγά. Όταν τα μάτια της έφτασαν στο ύψος μου, μου ψιθύρισε.


"Εσύ έχεις ψυχή."