Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Το τραγούδι των μυρμηγκιών.


Κάπου σε ένα μικρό τσιμεντένιο δάσος, ήταν ένα μικρό σπίτι. Δεν θα το έλεγες ετοιμόρροπο, ούτε γλυκό. Το σπίτι είχε το χάλι του και ήταν αδιάφορο. Περαστικοί, οδηγοί, παιδιά, μεγάλοι κανείς δεν του έδινε σημασία. Τα παράθυρά του ερμητικά κλειστά. Οι τοίχοι ήταν γκρίζοι σαν την διάθεση του σπιτιού, γκρίζα και αυτή. Βροχή το χτυπούσε, χιόνι το χτυπούσε, ήλιος το χτυπούσε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά το σπίτι παρέμενε όρθιο και υπερήφανο που άντεξε τόσα χρόνια.


Μέσα στην καρδιά του σπιτιού απέρρεε μια ζεστασιά, ήταν η καρδιά ενός μεσήλικου ανθρωπάκου, που ήταν καθισμένος μπροστά στην σχετικά παλιά τηλεόρασή του, που του αρκούσε για να μαθαίνει τι γίνεται έξω από τα κλειστά παράθυρα. 2 πιάτα, 2 πιρούνια, 2 μαχαίρια, 2 ποτήρια και άλλα λίγα σκεύη μαγειρικής ήταν ο εξοπλισμός του. Τα ντουλάπια του ήταν μεγάλα και εφοδιασμένα με κάθε λογής κονσέρβες. Μόνο κονσέρβες, μακαρόνια και λίγα πράγματα είχε στο ψυγείο του. Αρκούσαν για μεγάλο διάστημα. Το μόνο που απόλάμβανε πραγματικά από τον έξω κόσμο ήταν το φαγητό. Του άρεσε να μαγειρεύει. Του θύμιζε την γυναίκα του που τον είχε αφήσει 43 χρόνια μόνο του από αρρώστια βασανιστική.


Κοίταξε την φωτογραφία του γάμου τους και την σκέφτηκε. Όπως την σκεφτόταν κάθε μέρα, πριν ξυπνήσει, πριν μαγειρέψει, πριν κάτσει στη τηλεόραση και πριν κοιμηθεί. Τόση αγάπη της είχε όσο κανείς άλλος στον κόσμο. Παιδιά δεν κάνανε, δεν πρόφτασαν.
"Καλύτερα". σκέφτηκε, που δεν έφερε παιδιά σε τούτο το κόσμο.


Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του η οποία είχε κάνει ένα μικρό βαθούλωμα, πήγε στην κουζίνα άνοιξε το ντουλάπι του και έκανε να βγάλει τις φακές. Τις άνοιξε και τις έριξε σε ένα πιάτο να τις καθαρίσει. Μια φακή ξέφυγε από το πιάτο και έπεσε στο πάτωμα, για την ακρίβεια όχι στο πάτωμα. Αλλά εαν δούμε πιο κοντά, έπεσε πάνω στο κεφαλάκι ενός μυρμηγκιού.


"Άουτς!"
"Χα! Χα!" Γέλασε το άλλο μυρμήγκι.
"Τι γελάς; Αυτό πόνεσε." , είπε κατσουφιασμένα. Τον στραβοκοίταξε στην αρχή τον φίλο του αλλά μετά από λίγο χαμογέλασε και έβαλε τα γέλια.
"Χα! Χα! Χα! Συμβαίνουν αυτά και είναι για να γελάς. Μέσα από την σκληρή εργασία που μας έχει επιβάλλει η ζωή, πως είναι να μην γελάσεις; Αν δεν σου συμβαίνει τίποτε κωμικοτραγικό και γελοίο τότε δεν έχεις πληθώρα συναισθημάτων και είσαι μισός.", είπε χαμογελαστά κοιτώντας τον φίλο του και ταυτόχρονα ξύνοντας με την κεραία του το κεφάλι του που πονούσε.

Πλησίασαν τη φακή που ήταν ακίνητη λίγο πιο πέρα και είπαν ταυτόχρονα. "Εξ ουρανού φαγητό!" Και έβαλαν πάλι τα γέλια. Αυτή ήταν η ζωή των μυρμηγκιών που ζούσαν στο σπίτι του ανθρωπάκου μας. Ήταν γεμάτη σκληρή εργασία και κινδύνους. Ξυπνούσαν το πρωί χαράματα και έλεγαν καλημέρα στο δρόμο στον καθένα γύρω τους λες και ήταν η τελευταία. Κάθε μέρα υπήρχε ο φόβος βαθιά κρυμμένος μέσα τους, ότι η επόμενη κατοικία τους θα είναι η σόλα ενός παπόυτσιού που για αυτά είναι χειρότερο και από έναν μυρμηγκοφάγο. Ναι, γνώριζαν τον μυρμηγκοφάγο. Από τις ιστορίες που λένε οι γέροι τους κάθε βράδυ που μαζεύονται στο κέντρο της Φωλιάς. Ιστορίες τρομακτικές, ιστορίες ευχάριστες, παραμύθια και τραγούδια για την ζωή πέρα από το σπίτι που ζούσαν. Έτσι μάθαιναν για τον κόσμο γύρω τους.


Σέρβιρε ένα πιάτο φακή και έκατσε πάλι στην πολυθρόνα που είχε πλέον φύγει το βαθούλωμά της, αλλά τον περίμενε όπως κάθε μέρα μπροστά στην τηλεόραση να επαναλάβει το βαθούλωμα. Άναψε την τηλεόραση και έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του. Ειδήσεις, αθλητικά, σαπόυνόπερα, ντοκυμαντέρ, ταινίες. Δεν είχε πολλές επιλογές αφού τις ζούσε κάθε μέρα για πολλά χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του. Άφησε το πιάτο στην άκρη πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι, έβγαλε τα γυαλιά του, παλιά και ασημένια, το γυαλί τους είχε σχεδόν θολώσει. Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε την φωτογραφία της γυναίκας του πάνω στην τηλεόραση. Δεν την είχε ξεσκονίσει. Τον πήρε ο ύπνος.


"Έλα σταμάτα να με πειράζεις!" είπε το μυρμήγκι στον φίλο του ενοχλημένο.
"Χα! Χα! Χα! 'Εχεις πλάκα όπως κάνεις!" Είχε σχεδόν διπλωθεί από τα γέλια στο πάτωμα, στηρίζοντας το ένα του χέρι σε μια καρφίτσα.
"Έλα πρέπει να συνεχίσουμε. Πάμε στην πολυθρόνα από κάτω; Μόλις έφαγε ο Μεγάλος."

Μεγάλο τον φώναζαν. Δεν γνώριζαν τίποτα για αυτόν. Τίποτα για τη ζωή του. Κάθε μέρα στο ίδιο σπίτι βρίσκονταν και κάθε μέρα άγνωστοι.
"Ούτε ένα γειά, ούτε μια καλημέρα με τον Μεγάλο", σκέφτηκε ενοχλημένο κάπως το μυρμήγκι.
"Μα είναι ειρωνεία, ζούμε στο ίδιο σπίτι και δεν έχουμε χαιρετηθεί ποτέ. Ενώ εμείς κάθε μέρα κουνάμε την κεραία μας με ευχαρίστηση στους γύρω μας." Συνέχισε παραπόνεμένα κοιτάζοντας την κόκκινη παντόφλα του ξεφτισμένη όπως ήταν με τον καιρό και προχώρησε κατά εκεί.
"Τι κάνεις;!" του φώναξε ο φίλος του κουνώντας τις κεραίες του πέρα δώθε με ένταση.
"Γιατί πηγαίνεις κατά εκεί; Είπανε οι γέροι μας να απόφεύγουμε τα ανθρώπινα πόδια, είναι βέβαιος θάνατος!"


Ο φίλος του ακάθεκτος συνέχισε προς την παντόφλα και ακούμπησε το μπροστινό του πόδι επάνω της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από το άγχος. Ήταν όμως απόφασισμένος να γνωρίσει τον Μεγάλο από κοντά. Και έτσι προχώρησε γοργά προς τα πάνω. Τριχωτά δέντρα ήταν παντού στο λευκό δέρμα του Μεγάλου αλλά αυτό δεν τον τρόμαξε, συνέχισε την πορεία του, πέρασε το λεπτό καρώ παντελόνι της πυτζάμας και έφτασε στην κοιλίτσα του Μεγάλου. Προχώρησε και άλλο προς τα επάνω σε μια απλωτή πεδιάδα, λευκή. Από μακριά φαινόταν σαν μια μαύρη κουκκίδα πάνω σε λευκό πέπλο.

Ο φίλος του από κάτω φώναζε και είχε πανικοβληθεί, σκέφτηκε να φωνάξει τους άλλους από την Φωλιά, αλλά φοβήθηκε μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Έτσι σκέφτηκε να ανέβει και εκείνος για να βοηθήσει τον φίλο του. Ξαφνικά εκεί που πήγε να ανέβει, νιώθει κίνηση στο σώμα του Μεγάλου, το μεγάλο του χέρι κινήθηκε απότομα προς το στήθος του αμήχανα να διώξει αυτό που τον γαργαλούσε. Έμεινε έντρομο το μυρμήγκι να κοιτάζει που πήγε ο φίλος του και άρχισε να τον ψάχνει ανεβαίνοντας.


"Που είσαι;" Φώναξε αγχωμένος κοιτώντας δεξιά και αριστερά στην λευκή πεδιάδα να βρεί τον φίλο του. Οι κεραίες του κουνιόντουσαν πιο νευρικά από ποτέ. Προχώρησε φωνάζοντας και ψάχνοντας.
"Εδώ είμαι!"
"Επιτέλους, πως βρέθηκες εκεί!" είπε κοιτώντας προς τον αριστερό ώμο του Μεγάλου. Ήταν πολύ κοντά στο πρόσωπό του. Γέλασε νευρικά σκεπτόμενος τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δυο κεφάλια.
"Έλα εδώ, κοιμάται δεν θα μας κάνει κακό. Ανέβα σε περιμένω." είπε με ανυπομονησία τώρα που τα δύσκολα είχαν περάσει.


Ανέβηκε και το άλλο μυρμήγκι και μετά ανέβηκαν μαζί στη μύτη του Μεγάλου, μπροστά στα κλειστά του μάτια και αρχίσανε να τραγουδάνε χαρωπά τραγούδια, ευτυχίας μελωδίες γλυκές για να ξυπνήσει. Ο Μεγάλος όσο και να μην ήθελε να ξυπνήσει από την γλυκιά μελωδία του τραγουδιού, ήθελε να δει από που έρχεται. Άνοιξε τα μάτια του και τα μυρμήγκια αναπήδησαν έκπληκτα και χαμένα στην ομορφιά αυτών. Πράσινα μάτια, καταπράσινα, τους θύμισαν τη φύση που ποτέ τους δεν είχαν δει, τα χρωματιστά λουλούδια και την επιθυμία να χορέψουν πάνω στα πράσινα φύλλα των δέντρων. Ο Μεγάλος γούρλωσε τα μάτια του, τα έκλεισε και τα ξανάνοιξε να δεί τι βλέπει μπροστά του. Δεν φορούσε τα γυαλιά του αλλά μπόρεσε να δει ότι είχε δύο μυρμήγκια στη μύτη του. Αμήχανα και απότομα έκανε να τα διώξει με τη παλάμη του.


"Μη!" αναφώνισαν και τα δύο μαζί σηκώνοντας τις κεραίες τους ψηλά. "Μη σβήσεις το τραγούδι!"
"Ποιό τραγούδι;" απάντησε ο Μεγάλος με μια βαριά γέρικη φωνή έχοντας ακόμα τη παλάμη του να αιωρείται στον αέρα.
"Η μελωδία η γλυκιά έβγαινε από εμάς, Κύριε Μεγάλε."
"Αποκλείεται θα ονειρεύομαι, πως είναι δυνατόν τα μυρμήγκια να τραγουδάνε;" και κατέβασε ψύχραιμα την παλάμη.
"Κι όμως. Κύριε Μεγάλε, νομίζεις πως μόνο ο άνθρωπος τραγουδάει; Μόνο τα άλογα χλιμιντρίζουν; Μόνο οι γάτες νιαουρίζουν; Και εμείς τραγουδάμε Κύριε Μεγάλε. Κουβαλάμε φόρτο στη πλάτη μας, τροφή για το χειμώνα, το τραγούδι και το χαμόγελο είναι σύντροφός μας στα εύκολα και στα δύσκολα. Κάθε μέρα εργαζόμαστε! Να μην δικαιούμαστε λίγη ευτυχία παραπάνω;"


Ο Μεγάλος κοιτούσε στασισμένα τα λόγια του μικρού μυρμηγκιού. Είχε δίκιο. Ζούσε ο ίδιος μια μίζερη ζωή, δεν έβγαινε από το σπίτι του, ήταν μόνος μπροστά σε μια τηλεόραση που μόνο δυστυχία έβλεπε στον κόσμο του κουτιού. Είχε χρόνια να ηχήσει μέσα στο σπίτι, στα αυτιά του, μια ευχάριστη μελωδία. Είχε χρόνια να ακούσει κάποιον να του μιλάει, χρόνια να πιάσει μια συζήτηση.


"Θέλουμε να σε γνωρίσουμε, αισθάνομαι μια καλή ψυχή μέσα σου εγκλωβισμένη σε αυτό το μικρό σπίτι στην πόλη. Θέλουμε να σε δούμε να γελάς και να τραγουδάς. Να χαίρεσαι την ζωή σου που είναι μόνο μία. Να δεις τον ήλιο να μπαίνει σε αυτό το σπίτι. Να βγεις έξω να πεις μια καλημέρα στον γείτονα, στον γαλατά ή στον μανάβη που τόσα χρόνια σε φροντίζουν, να δεις ότι δεν είσαι μόνος."


Είδαν τα μυρμήγκια μια σταλιά νερό να κυλάει κάτω από το πράσινο μάτι του Μεγάλου. Δεν είχαν ξαναδεί δάκρυ. Σηκώθηκε ο Μεγάλος και τα μυρμήγκια περπάτησαν προς τον ώμο του. Προχώρησε προς το παράθυρο και το ξεκλείδωσε με δυσκολία μιας και ήταν χρόνια κλειστό. Όταν το άνοιξε, γούρλωσε τα μάτια του στην ξαφνική λάμψη του μεσημεριανού ήλιου, ένιωσε τις ακτίνες του να χορεύουν στο λευκό του πρόσωπο και πήρε μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια του. Όντως είχε ξεχάσει πόσο ωραίος ήταν ο πραγματικός του κόσμος. Ένας κόσμος έξω από την τηλεόραση τον περίμενε να τον αγκαλιάσει. Είχε ξεχάσει τα παιδιά που παίζανε στο δρόμο, τους περαστικούς βιαστικούς να τρέχουνε για τα σπίτια τους, στις οικογένειές τους, στις δουλειές τους. Είχε ξεχάσει πόσο γεμάτη ζωή υπήρχε εκεί έξω. Έσπευσε να ανοίξει όλα τα παράθυρα του σπιτιού του και πέταξε το τηλεκοντρόλ στα σκουπίδια. Έβγαλε το ραδιόφωνο από την αποθήκη, το φύσηξε λίγο και ένα μικρό σύννεφο σκόνης απλώθηκε μπροστά του. Βρήκε έναν σταθμό με ευχάριστες μελωδίες. Άπλωσε τη παλάμη του και μετακίνησε τα μυρμήγκια στο τραπεζάκι. Τα κοίταξε με ευγνωμοσύνη και τους έγνεψε "Ευχαριστώ." Ντύθηκε και πήρε το παλιό του καπέλο που κράτησε γερά παρά τα χρόνια και σκέπασε τη φαλάκρα του, πήρε τα γυαλιά του και χαιρέτησε την γυναίκα του με ένα φιλί στην φωτογραφία, βγήκε έξω από το σπίτι του και έκλεισε τη πόρτα πίσω του.


Ποτέ δεν ήταν αργά να αλλάξει τη ζωή του.. όση ζωή του απέμεινε.. Δεν γύρισε ποτέ ξανά.

Η λαίμαργη φάλαινα.



Κάπου στην καρδιά του ωκεανού, υπήρχε μια ήσυχη πόλη. Η Ηλιαχτίδα. Όλα ήταν τόσο όμορφα, γαλήνια. Τα παιδιά ξυπνούσαν με ένα φιλί γονέων στο μέτωπο, με την μυρωδιά της φυκομελέτας και την ανυπομονησία να παίξουν στις κοραλλόκουνιες με τους συμμαθητές τους.

Κάθε πρωί ετοιμάζονταν για το ψαρο-σχολείο και οι γονείς για την δουλειά τους, την οποία αγαπούσαν πολύ. Και πάντα μέσα στο χαμόγελο, ξέροντας ότι θα γυρίσουν το απόγευμα όλοι στο κοραλλόσπιτά τους να πούνε παραμύθια μεταξύ τους που βγαίνουν αληθινά.

Το πρωί έβγαινε ο εφημεριδοπώλης με την σαλιγκαροντουντούκα του να αναγγείλει τα ευχάριστα τελευταία νέα. Έλεγε χωρίς κούραση για τις ακτίνες του ηλίου που θα φωτίζουν την πόλη, την θερμοκρασία του νερού που σαν ουρανός σκέπαζε την Ηλιαχτίδα. Ο μανάβης περνούσε με το μεγάλο του γαλαζοπράσινο καρότσι, το Μαργαριταρόφως, που είχε δύο μαργαριτάρια μπροστά για φώτα που με την αντανάκλαση των ακτινών του ήλιου, φώτιζαν τον δρόμο του μέρα νύχτα. Ήταν πασίγνωστος για τα ντόπια προϊόντα του, τόσο φρέσκα που λιγουρευόταν το μάτι σου. Πιο πέρα ήταν ένας αστακός σκουπιδιάρης, με τις δαγκάνες του μάζευε τα σκουπίδια της Ηλιαχτίδας και τραγουδούσε ένα χαρωπό τραγούδι. Όλοι είχαν ευχάριστη ζωή και δουλειά.

Δουλεύανε απο το πρωί ως το απόγευμα. Είχαν το σπιτικό τους την οικογένειά τους, είχαν το όνειρό τους ίσαμε πραγματικότητα. Είχαν και έναν γείτονα χρόνια που τους φύλαγε  την Ηλιαχτίδα, τον Φάλαινα. Ο Φάλαινας ήταν απο μωρό στην Ηλιαχτίδα. Οι γονείς του απεβίωσαν απο τα καμάκια του φιλοχρήματου Ανθρώπου και έτσι η Ηλιαχτίδα του άνοιξε την καρδιά της και την αγκαλιά της. Ο Φάλαινας όμως είχε ένα αλλιώτικο όνειρο απο τους άλλους κατοίκους της Ηλιαχτίδας. Ήθελε να φτάσει ψηλά. Να γίνει διάσημος σε όλη την Ηλιαχτίδα. Δεν του αρκούσε μόνο να την φυλλάει..

Μια μέρα συνάντησε τον Όκταπους, Ηγέτη της Ηλιαχτίδας, ο οποίος έτρεχε και δεν έφτανε. Με τα 8 του πλοκάμια διόρθωνε κοραλλιογενή έγγραφα. Στα τέσσερά του πλοκάμια μικρές σουπιές έβγαζαν το μελάνι τους στα  τα κοραλλιόχαρτα που ήταν σφιχτά κρατημένα στα άλλα του πλοκάμια. Και εκείνος τραγουδούσε, την αγαπούσε την δουλειά του.

"Όκταπους, με γνωρίζεις χρόνια. Απο μωρό έπαιζα με τα Οκταπάκια σου, που τώρα μεγαλώσανε, αγάπη έδειχνα στους κατοίκους της Ηλιαχτίδας όλα αυτά τα χρόνια που μου ανοίξανε την αγκαλιά τους, μα δεν μου είναι αρκετό να σας φυλλάω την Ηλιαχτίδα μόνο. Σε παρακαλώ άσε με να μπώ στην Ηγεσία της Ηλιαχτίδας, να προσφέρω έστω παραπάνω. Μπορεί να μην έχω μεγάλα πτερύγια να σε βοηθήσω στις χειρονακτικές δουλειές σου, αλλά έχω μεγάλο στόμα και κάπου θα χρησιμεύσει.. "


Ο Όκταπους σταμάτησε την δουλειά του κοιτάζοντάς τον έκπληκτο. Οι σουπιές κάτσανε να ξαποστάσουνε απο τη σκληρή αλλά ευχάριστη εργασία. Έκανε πέρα τα έγγραφα και πήρε ένα χρυσό κορράλιο, άρπαξε μια σουπιά και έγραψε επάνω.

"Εγώ ο Όκταπους Ηγέτης της Ηλιαχτίδας, καλωσορίζω και υμνώ τον Φάλαινα σε Ανώτατο Μέλος και Δεξί μου Πλοκάμι στην Ηγεσία της Ηλιαχτίδας. Τα Προνόμια μου Προνόμιά του και ο Λόγος μου Λόγος του. Ισάξιος αντικαταστάτης στην απουσία μου."  


Έτσι οι μέρες πέρασαν, πέρασαν οι μήνες πέρασαν και τα χρόνια, η ζωή κυλούσε υδάτινα και χαμογελαστά στην Ηλιαχτίδα. Ο Φάλαινας είχε μεγαλώσει και άλλο αρκετά. Ήταν το Δεξί Πλοκάμι του Όκταπους και όλα πήγαιναν υδατορολόι. Ήρθε όμως η ώρα του Όκταπους να ξεκουράσει τα Πλοκάμια του παρέα στα εγγονάκια του δίπλα στο Μαργαριτοτζάκι. Να ζήσει γέρος και να φύγει νέος με χαμόγελο. Χαιρέτησε τον Φάλαινα και του ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία στην Ηγεσία της Ηλιαχτίδας.

Ο Φάλαινας ξεκίνησε νέες δραστηριότητες στην Ηλιαχτίδα. Ανέθεσε σε φάλαινες την φύλαξη της Ηλιαχτίδας. Είπε στους κατοίκους να ξεκινήσουν διαγωνισμό Μαργαριταριών, όποιος μάζευε τα περισσότερα θα ήταν νικητής και να του τα φέρουν όλα. Ζήτησε απο τους κατοίκους υποχρεωτικές  οικονομικές ενισχύσεις για να ανακοδομίσει την Ηλιαχτίδα. Όλοι δέχτηκαν. Ήταν αισιόδοξοι για ένα καλύτερο μέλλον για αυτούς.

Πέρασαν μήνες και αυτό συνεχιζόταν. Του έδιναν Μαργαριτάρια και απο αξία ότι είχαν, ο Φάλαινας τα έβαζε τα Μαργαριτάρια μέσα στο σπίτι του και κολυμπούσε ευτυχισμένος. Το φώς της Ηλιαχτίδας άρχισε εν το μεταξύ να στερεύει. Τα Μαργαριτάρια εξαφανίζοταν και το βράδυ η Ηλιαχτίδα ήταν σχεδόν στο σκοτάδι. Το φεγγάρι δεν αρκούσε για να φωτίσει το χαμόγελο των παιδιών της Ηλιαχτίδας. Έτσι στο πρόσωπό τους άρχιζε να ζωγραφίζεται η θλίψη και η απογοήτευση.

Ο Φάλαινας είχε άσχημο προαίσθημα για το τι θα επακολουθούσε, έτσι καταβρόχθισε τα Μαργαριτάρια στο μεγάλο του στόμα και τα φύλαγε μέσα στη κοιλιά του. Είπε στους Φαλαινο-Φύλακες να φρουρούν καλά την Ηλιαχτίδα. Έτσι και έγινε. Ένα απόγευμα γονείς και παιδιά ξεσηκώθηκαν. Η δουλειά τους δεν τους άρεσε. Το σχολείο δεν άρεσε στα παιδιά. Δεν βγαίνανε απο τα σπίτια τους. Καθόντουσαν στον φυκοκαναπέ τους και έβλεπαν Ανθρώπινη Τηλεόραση. Είχαν αγανακτήσει. Ξεσηκώθηκαν μπροστά στο Κοράλι της Ηγεσίας και φώναζαν με την δύναμη που τους είχε απομείνει για μια καλύτερη ζωή.. Μια ζωή που πλέον είχε ξεστρατήσει, που δεν ήταν πια η ονειρική πραγματικότητά τους..

Μαζεύτηκαν χιλιάδες ψάρια, χιλιάδες αστακοί, χιλιάδες γαρίδες, καβούρια και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί ο μικρός τους νούς. Χόρευαν και τραγουδούσαν ελπιδοφόρα. Λέγανε ιστορίες για τη παλιά τους ζωή και καημούς για την καινούρια. Όσο και να προσπαθούσαν να πλησιάσουν τον Φάλαινα, οι Φαλαινο-φύλακες δεν τους αφήνανε. Έτσι τα ψάρια, μικρό το μυαλό τους αλλά έξυπνα, στηθήκανε μπροστά απο το Κοράλι της Ηγεσίας, όπου μέσα κοιμόταν ήσυχα και χαμογελαστά ο Φάλαινας με τα Μαργαριτάρια στη κοιλιά του.  Στήσανε έναν κύκλο στο φως της ημέρας. Έτσι λαμπερά που ήταν τα λέπια τους, οι ηλιαχτίδες χτυπούσαν ανελέητα πάνω τους, έκαναν αντανάκλαση προς το Κοράλι της Ηγεσίας. Όλο το φως του ηλίου το διαπέρναγε και χτυπούσε τον Φάλαινα. Τα Μαργαριτάρια άρχιζαν να φωτίζονται και να δημιουργείται μια τεράστια λάμψη στη κοιλιά της. Ήταν εκατομμύρια Μαργαριτάρια, εκατομμύρια φωτισμένα Μαργαριτάρια. O Φάλαινας άρχισε να λάμπει και να ζεσταίνεται. Ζεσταινόταν τόσο πολύ που δεν άντεχε.. Άρχισε να τρέχει μέσα στο Κοράλι πανικόβλητος προσπαθώντας να αποφύγει το φως για να μην ζεσταίνεται. Μαζεύτηκαν και τα καβούρια, οι γαρίδες και ότι άλλο υπήρχε και χτυπούσαν πτερύγια, δαγκάνες ανοιγόκλειναν και έκαναν τρελό θόρυβο. Ο Φάλαινας τρελενόταν και ούρλιαζε απο τη ζέστη και το θόρυβο που ολοένα κλιμάκωνε.

ΒΡΟΥΟΥΟΥΟΥΜ!


ΒΡΟΥΟΥΟΥΟΥΜ!

Όλοι έμειναν ακίνητοι με ανοιχτό το στόμα, έβλεπαν μια τεράστια λάμψη να έρχεται μέσα απο το Κοράλι της Ηγεσίας. Η λάμψη ήταν εκθαμβωτική. Ξαφνικά μετά απο έναν δυνατό κρότο, τα Μαργαριτάρια ξεχύθηκαν βροχή στον υδάτινο ουρανό της Ηλιαχτίδας. Οι Φαλαινο-φύλακες τα έχασαν και το έβαλαν στα πτερύγια. Δεν πίστευε κανείς αυτό που έβλεπε στα μάτια του. Η Ηλιαχτίδα έλαμπε και άστραφτε απο τη βροχή των Μαργαριταριών. Ακούγονταν χαρές, γέλια και ξεφωνητά μαζεύοντας τα Μαργαριτάρια.

Κανείς δεν έδωσε σημασία στoν Φάλαινα ο οποίος απομακρυνόταν απο την Ηλιαχτίδα ηττημένος απο τα  γέλια των παιδιών και των χορών των μεγάλων. Ήταν στραμμένοι στην καινούρια τους ζωή που άρχιζε εκείνη τη στιγμή.

Ο Φάλαινας συνάντησε τους γονείς του σε έναν άλλο κόσμο Ανθρώπινο μακρυά απο τον υδάτινό του κόσμο.. μα δεν ξεχάστηκε ποτέ στην Ηλιαχτίδα, κατάφερε να παραμείνει διάσημος στην ιστορία της πόλης, ως ένα μεγάλο μάθημα που πήραν οι κάτοικοί της για τις επιλογές τους αλλά ήταν και μια επιτυχημένη δοκιμασία της δύναμής τους και της αγάπης τους για μια καλύτερη ζωή. :)